"Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό Στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο Κι εγώ σε ζητάω, σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό, και σαν καφέ πικρό
Άδειοι οι δρόμοι, δεν φάνηκε ψυχή και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη δύση Κι εγώ σε γυρεύω σα μοιραία λύση και σαν ανατολή, και σαν ανατολή
Βγήκε ο ήλιος, το ράδιο διαπασών μ’ ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο Κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο σ’ ένα καρέ τυφλών, σ’ ένα καρέ τυφλών"
Σάουντρακ τυφλών, πεινασμένων, αμαρτωλών όσων τρεκλίζουν ανάμεσα στην ουτοπία και το παρόν όσων λαβώνουν τα μάτια από λύσσα κι απόγνωση αυτών που διασκεδάζουν τη λύπη μπήγοντας νύχια στη σάρκα της όσων πριν το χάραμα βλέπουν το στόχο και τον χάνουν τα δειλινά..
|