Έξω ο ήλιος καίει. Απ'το παράθυρό της βλέπει μια ανθισμένη μυγδαλιά.
Η ζωή της βυθισμένη σε μια σουρεαλιστική πραγματικότητα.
Το ρολόι στον τοίχο σαν να έχει βγει από πίνακα του Νταλί.
Στραβοκουμπωμένοι οι δείκτες του μοιάζουν ν'ακουμπάνε τον τοίχο.
Δείχνουν πρωί, το μόνο σίγουρο.
"Η πραγματικότητα της σουρεαλιστικής σκέψης είναι ανάλογη μ'εκείνη του
σύμπαντος.Είναι μια ανορθολογική πραγματικότητα, που ο ανορθολογισμός της δεν είναι όμως φανταστικός-απλώς πρέπει κανείς να τον φανταστεί.", έλεγε κάποιος γάλλος ζωγράφος. Φτιάχνει ζεστό καφέ και στρίβει τσιγάρο.
Πιάνει ψηλά τα μαύρα της μαλλιά κι ανοίγει το ραδιόφωνο-μόνιμα κολλημένο στον αγαπημένο της σταθμό. Ανοίγει παράθυρο να μπει φρέσκο αεράκι.
Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθει ευτυχισμένη.
Αλλά όταν σβήσει το τσιγάρο; Όταν τελειώσει ο καφές; Όταν βγει στους δρόμους;
Όταν περπατάει το ένα χέρι της πάντα αιωρείται περίεργα.
Σαν να υπάρχει κάποιο άλλο που το φωνάζει να ενώσουν τα δάχτυλα και να φτιάξουν ένα μικρό σύμπαν. Καμιά φορά γέρνει και το κεφάλι της προς την ίδια μεριά..
Όλα γέρνουν στη ζωή της μα δεν ξέρει γιατί. Ή μήπως ξέρει;
Οι επιλογές της μιας στιγμής είναι αμαρτίες μιας ολόκληρης ζωής, της είχε πει κάποτε ένας φίλος. Είχε συμφωνήσει τότε, αλλά δεν ήξερε πόσο δίκιο είχε.
Αμαρτίες που αντέχουν στο χρόνο...
Οι παλάμες της είναι ιδρωμένες.
Πώς εξιλεώνεσαι όμως μπροστά στην αμαρτία; Γίνεται;
Δυναμώνει το ραδιόφωνο, παίζει ένα αγαπημένο.
Πήραν φωτιά όλα όσα είχα
σ' ένα φεγγάρι κρυμμένο σε βρήκα
να κυνηγάς το χρόνο μόνη
στάζοντας όνειρα και ιδρώτα στο σεντόνι.
Τι ώρα είναι δε θα ρωτήσω
κι αν θα σε χάσω δε θα μιλήσω
αυτή την ώρα θέλω να κλέψω
και στων ματιών σου το έργο να παίξω
Στέγνωσε πάλι το πρόσωπό σου
φεύγοντας έχασες ό,τι ήτανε δικό σου
σβήνεις τα φώτα σαν την αλήθεια
να μη με βρίσκεις όταν ψάχνεις για βοήθεια
Μήπως έχει πυρετό;
Για το φιλαράκι μου που σήμερα γιορτάζει..
Και να έχει τι πειράζει;
Σημασία έχει ότι βρίσκονται πάντα κάπου εκεί κοντά,να γελούν και να περνούν καλά.
Σ'ευχαριστώ μέσα απ'την καρδιά μου...