Ήθελα να σου μιλήσω για ένα ταξίδι στο χωροχρόνο.
Ένα ταξίδι που'βγαζε τη γλώσσα στη ρουτίνα και πλάγιαζε σ'ένα τεράστιο στρώμα.. Που βύθιζε τα πόδια στα βότσαλα και χαμογελούσε από ικανοποίηση. Ήθελα να σου θυμίσω πώς είναι όταν αδειάζει κεφάλι και σώμα στην άκρη του πουθενά. Είχα και φωτογραφίες όμορφες να σου στείλω. Ήθελα.....αλλά το καλοκαίρι βούλιαξε στο πουθενά.. Κάηκε απ'τις τεράστιες φλόγες και βυθίστηκε κάτω απ'τις στάχτες. Ντύθηκε στα μαύρα και πετάει ψηλά-πάνω απ'τις λύπες μας.
Και τώρα δεν έχω λόγια. Έχει μουδιάσει η γλώσσα και τα δάχτυλα κρατούν αμήχανα ένα τσιγάρο. Να γινόταν η οργή νερό να τα σβήσει όλα.. ποτάμι μαύρο να πάρει μαζί κι όλη την ανικανότητα, την αχρηστία. Την αχρηστία σας που μας έχει εγκλωβίσει και μας πνίγει, μας καταστρέφει, μας καθιστά άπραγους θεατές του παραλόγου. Κι εσύ Π. καλύτερα που έφυγες και δεν είδες τα χειρότερα. Όχι δεν έχω άλλα λόγια τώρα θα'θελα να ξυπνούσα τωρα και να'ταν όλα όνειρο κακό Τελεία |
Ζήτω το Έθνος
Ζήτω τα καινούρια μας έπιπλα
Αυτά που θα φτιάξουμε να είναι ρουστίκ, ελαφρώς καμμένα.